περιμάζεμα

περιμάζεμα
το, -ατος
1. περισυλλογή, φροντίδα, τακτοποίηση: Το περιμάζεμα του σπιτιού είναι έργο της νοικοκυράς.
2. ο πληθ., περιμαζέματα πράγματα ευτελή, ασήμαντα, κατώτερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιμάζωμα — το, Ν [περιμαζώνω] το περιμάζεμα …   Dictionary of Greek

  • περιμάζωμα — το βλ. περιμάζεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισυλλογή — η 1. περιμάζεμα, συγκέντρωση πραγμάτων: Διατάχθηκε η περισυλλογή όλων των παλιών εγγράφων. 2. οικονομική διαχείριση, νοικοκύρεμα: Περισυλλογή και οικονομία χρειάζεται το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”