- περιμάζεμα
- το, -ατος1. περισυλλογή, φροντίδα, τακτοποίηση: Το περιμάζεμα του σπιτιού είναι έργο της νοικοκυράς.2. ο πληθ., περιμαζέματα πράγματα ευτελή, ασήμαντα, κατώτερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.